Alemannisch
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aləˈmanɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ale‐man‐nisch
Ουσιαστικό
επεξεργασίαAlemannisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Πηγές
επεξεργασία- Alemannisch - Duden online.
![]() |
Alemannisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό