Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈædɪsən/
 

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Addison (en)

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. ονομασία οικισμών των ΗΠΑ[1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Addison < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Addison αρσενικό ή θηλυκό

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Addison < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Addison θηλυκό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Addison < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Addison αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Addison < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Addison αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [4]