Ετυμολογία

επεξεργασία
-dóttir < dóttir (κόρη στα ισλανδικά)

  Επίθημα

επεξεργασία

-dóttir θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό που χρησιμοποιείται στην σύνθεση ισλανδικών επωνύμων από το όνομα του πατέρα ή της μητέρας του κατέχοντος το επώνυμο και σημαίνει «κόρη του ή της»
    ⮡  Jakobsdóttir - επώνυμο που σημαίνει ότι αυτή που το έχει είναι κόρη του Jakob

Συγγενικά

επεξεργασία