Ετυμολογία

επεξεργασία
-cope < κόπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

-cope (fr)

  1. β' συνθετικό λέξεων
    apocope
    syncope
    xylocope