Ετυμολογία

επεξεργασία
𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰 < πρωτογερμανική *mann-. Συγγενές με το αρχαίο αγγλικό mann (αγγλικό man)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰 (manna)