Γοτθικά (got) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

𐌳𐌰𐌿𐌷𐍄𐌰𐍂 < πρωτο-γερμανική *duhtēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰugh₂tḗr. Συγγενές με το αγγλικό daughter και το ελληνικό θυγάτηρ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

𐌳𐌰𐌿𐌷𐍄𐌰𐍂 (dauhtar) θηλυκό