Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy) επεξεργασία

a
to ro qo
 
     

  Ετυμολογία επεξεργασία

𐀀𐀵𐀫𐀦 < αβέβαιης ετυμολογίας Δείτε την αρχαία ελληνική ἄνθρωπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

𐀀𐀵𐀫𐀦 αρσενικό (a-to-ro-qo)