Προφορά

επεξεργασία

πινγίν: jiànwài

ΔΦΑ : /t͡ɕjɛn⁵¹⁻⁵³ waɪ̯⁵¹/

見外 (zh)

  • είμαι υπερβολικά ευγενικός με κάποιον, συμπεριφέρομαι σε κάποιον σαν να είναι ξένος.
甲:多謝! 乙:太見外了。
甲:多谢! 乙:太见外了。
jiǎ: duōxiè! yǐ: tàijiànwàile.
Α: Ευχαριστώ πολύ! Β: Μην είσαι τόσο ευγενικός.

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • 见外 (απλοποιημένη γραφή)