ⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ
Κοπτικά (cop)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική βασιλικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ
- (σαχιδικά, μποχαϊρικά, λυκοπολιτικά) βασιλικός αξιωματούχος