ⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ
Κοπτικά (cop)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική βασιλικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαⲃⲁⲥⲓⲗⲓⲕⲟⲥ
- (σαχιδικά, μποχαϊρικά, λυκοπολιτικά) βασιλικός αξιωματούχος
Πηγές
επεξεργασία- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]