ῥωποπωλεῖον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ῥωποπωλεῖον < αρχαία ελληνική ῥῶπος + -πωλεῖον. Δείτε την ελληνιστική ῥωποπώλιον, ῥωποπώλης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ῥωποπωλεῖον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
- (παρωχημένο) κατάστημα που πουλά διάφορα μικροπράγματα, ψιλικατζίδικο
Άλλες γραφές επεξεργασία
- ρωποπωλεῖον
Μεταφράσεις επεξεργασία
ῥωποπωλεῖον
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .