Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥακόω < ῥάκος

ῥακόω-ῥακῶ

  1. κουρελιάζομαι, διαλύομαι και σκορπίζομαι
  2. ρυτιδώνω, ρυτιδιάζω
    ἐρρακωμένα πρόσωπα (ρυτιδιασμένα πρόσωπα)


Συγγενικά

επεξεργασία