ῥά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥά < ἄρα
Μόριο
επεξεργασίαῥά (ᾰ)
- εγκλιτικό μόριο αντί του ἄρα στην ποίηση, συνήθως μετά τα ἦ, ὅς, γάρ, ἐπεί)
- τόν ῥ' Ὀδυσεὺς ἑτάροιο χολωσάμενος βάλε δουρὶ / κόρσην (Όμηρος, Ιλιάς, Δ 501-2