ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λείπει η ετυμολογία

ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν

  • (κυριολεκτικά) «κοιλοπονούσε βουνό και γέννησε ποντίκι» για αυτόν που καταβάλλει ή παριστάνει ότι καταβάλλει πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια, έχει όμως μικρό έως μηδενικό αποτέλεσμα
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.6, 616d, @scaife.perseus.
    τὸ δὲ σκῶμμα τοῦτ’ ἦν·
    ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ’ ἐφοβεῖτο, τὸ δ’ ἔτεκεν μῦν.
    ὅπερ ἀκούσας ὁ Ἀγησίλαος καὶ ὀργισθεὶς ἔφη
    φανήσομαὶ σοί ποτε καὶ λέων.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. mus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.