ὁρμίζοντες
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὁρμίζοντες < αρσενικού γένους μετοχή ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ὁρμίζω
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ὁρμίζοντες
- ὁρμίζων στην ονομαστική και κλητική πληθυντικού
→ δείτε τη λέξη ὁρμίζω