ὁμοετής
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὁμοετής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμοέτης ουσιαστικό αρσενικό, θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαὁμοετής, -ής, -ές
- που είναι της ίδιας εποχής, ο σύγχρονος
- ※ οἰέτης, οἰέτεος, ὁμοετής εἴτουν ἰσόχρονος [...]
- Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, 12ος αιώνας λήμμα στο: Ματθαίου του Δεβάρη, Κατάλογος δειγματικός των εν τοις Ευσταθίου εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν υπομνήμασιν εμφερομένων χρησίμων (Λειψία, 1828), σ. 336 @books.google· πρόσβαση: 2020-08-01.
- ※ οἰέτης.εος.ό. aetate par, aequalis, ἱσοετής, ὁμήλιξ .... ἱσοετείς, ομήλικας, quasi ὁμοετεῖς
- (Lexicon Graecolatinvm, Ingenti Vocvm Accessione, Jacques Toussain, 1552, λήμμα οἰέτης [1])
- ※ οἰέτης, οἰέτεος, ὁμοετής εἴτουν ἰσόχρονος [...]