Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀψαροπωλεῖον < ὀψάριον + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀψαροπωλεῖον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία