ὀψαροπωλεῖον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀψαροπωλεῖον ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ψαροπουλειό (και σήμερα ως ιδιωματικό)
- ψαροπουλειόν
- ψαροπουλεῖο (στον πληθυντικό ως τοπωνύμιο)
- ψαροπουλεῖον (στον πληθυντικό ως τοπωνύμιο)
- ψαροπωλεῖον
Συγγενικά επεξεργασία
- ὀψαροπούλης
- ὀψαρόπουλον
- ὀψαροπούλος
- ὀψαροφόρος
- ψαρόπουλον
- ψαροπούλος
- → και δείτε τις λέξεις ὀψάριον και ὀψαρεύω
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στην ελληνιστική κοινή: ὀψαριοπωλεῖον, ὀψοπωλεῖον, ὀψοπώλιον, ἰχθυοπωλεῖον, ἰχθυοπώλιον
- στα νέα ελληνικά: ιχθυοπωλείο, ψαράδικο
Πηγές επεξεργασία
- ὀψαροπωλεῖον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.170, Τόμος 14 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- σελ. 455 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi