Δείτε επίσης: ἀστακός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀστακός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀστακός, -οῦ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία