Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερόκτιτος < ἱερός + κτίτης (< κτίζω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱερόκτιτος, -ος, -ον

  • αυτός που έχει ανεγερθεί με ιερό χαρακτήρα, βωμός, ναός κ.λπ.