Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερόθυτος < ἱερός + θύω

  Επίθετο επεξεργασία

ἱερόθυτος, -ος, -ον

  1. ο καθιερωμένος σε θεό, ή θεούς
  2. αυτός που προσφέρεται ως θυσία