Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερομηνία < ἱερός + μήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱερομηνία θηλυκό

  1. ιερή περίοδος του μηνός
  2. περίοδος ιερών ημερών
  3. περίοδος διακοπής εχθροπραξιών

Παράγωγα επεξεργασία