Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεροθήκη < ἱερός + θήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱεροθήκη

  1. θήκη ιερών αντικειμένων
  2. χώρος αποθήκευσης ιερών αντικειμένων