Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσόνεκυς < ἴσος + νέκυς (νεκρός)

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσόνεκυς, τοῦ ἰσονέκυος

ὁ, ἡ ἰσόνεκυς