Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νέκυς, γενική: νέκυος, αρσενικό

  1. ο νεκρός
  2. (στον πληθυντικό) οι ψυχές των νεκρών
    νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα (Οδύσσεια λ 29)
  3. (ως επίθετο) νεκρός
    ἐχθρὸν νέκυν

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883