Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἠχηρῶς < ἠχηρ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἠχηρῶς

  Πηγές επεξεργασία