Ετυμολογία

επεξεργασία
ἠχάδιν < ἠχάδιον < υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ἦχος[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χάδι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἠχάδιν ουδέτερο

  • βαυκάλημα, νανούρισμα, κανάκεμα
    ※  13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 364 (361-365)
    ἄλλην δὲ πάλιν ἔγραφεν ἀρχόντισσαν γυναῖκα,
    τὴν αἴσθησις ἀνέθρεψεν, ἐπαίδευσεν ἡ χάρις·
    τὰ ἐρωτικὰ στρατεύματα ποτὲ οὐ δούλευσέν τα·
    καὶ ἄλλες εἰς τὰς χεῖράς των μετὰ ἠχάδιν ξένον
    κρατοῦν τὸν μεγαλώτερον τὸν πρῶτον τῶν Ἐρώτων.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 108

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἠχάδιν (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Εμμανουήλ Κριαράς, Μεσαιωνικά Μελετήματα Γραμματεία και γλώσσα Α΄, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 449