Ετυμολογία

επεξεργασία
ἠγαπηκότες εἴημεν < ἠγαπηκώς (μετοχή παρακ. ἀγαπάω) + εἴημεν (< ευκτική. ενεστ. του ρηματος εἰμί)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  ἀγαπάω