Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐλισάβετ < εβραϊκή אלישבע (elishéva: ο θεός είναι δαψιλής)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἐλισάβετ θηλυκό άκλιτο