ἔγκοπτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔγκοπτος < αρχαία ελληνική ἐγκόπτω + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαἔγκοπτος
- ο χαραγμένος, που έχει σκαλιστεί
Πηγές
επεξεργασία- ἔγκοπτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].