Δείτε επίσης: ετεροθαλής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτεροθαλής < ἕτερος + θάλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ἑτεροθαλής, -ής, -ές