Ετυμολογία

επεξεργασία

ἑλληνικός < Ἕλλην + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἑλληνικός

  • ελληνικός, που προέρχεται από την Ελλάδα ή ανήκει ή αναφέρεται ή σχετίζεται με την Ελλάδα και τους Έλληνες
    ἀπὸ θαλάσσης τῆς Ἑλληνικῆς μέχρι Σούσων (Ηρόδοτος, Ε.54)