Ετυμολογία

επεξεργασία

ἐχέτης < ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐχέτης αρσενικό

  • αυτός που έχει χρήματα, "αυτός που τα' χει" όπως λέμε και σήμερα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ἔχω