Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐσθέω < ἐσθής

ἐσθέω, μόνο στον παρακείμενο ἤσθημαι (ιων. ἔσθημαι) και τον υπερσυντέλικο

ἐσθῆτα ἐσθημένος (Ηρόδοτος 6.112)
ῥάκεσι ἐσθημένος (με δοτική, Ηρόδοτος, 3.129)

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 586