ἐρημόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐρημόπολις αρσενικό ή θηλυκό
- που στερείται την ίδια του τη πόλη
- ※ Ὦ τέκν', ἐρημόπολις μάτηρ ἀπολείπεται ὑμῶν (μιλά η Εκάβη)
- Ευριπίδης, Τρωάδες (415 πΚΕ), στίχος 603
- ※ Ὦ τέκν', ἐρημόπολις μάτηρ ἀπολείπεται ὑμῶν (μιλά η Εκάβη)
Πηγές
επεξεργασία- ἐρημόπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρημόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.