Δείτε επίσης: ερημότοπος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρημάνθρωπος < ἐρημ- + ἄνθρωπος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐρημάνθρωπος

  • που είναι έρημος από ανθρώπους
    τόπος ἐρημάνθρωπος

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία