Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρατεινῶς < αρχαία ελληνική ἐρατειν(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐρατεινῶς

  Πηγές επεξεργασία