ἐποικιστικῶς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐποικιστικῶς < ἐποικιστικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
επεξεργασίαἐποικιστικῶς
- (καθαρεύουσα) με εποικισμό
Πηγές
επεξεργασία- «ἐποικιστικός (& -ῶς)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .