Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐποικιστικῶς < ἐποικιστικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐποικιστικῶς

  Πηγές επεξεργασία