Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιφωνέω < ἐπι- + φωνέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιφωνέω

  1. κατονομάζω
  2. αναφέρω κάτι για κάποιον
  3. καλώ για βοήθεια

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία