Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιφυλακτικῶς < ἐπιφυλακτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐπιφυλακτικῶς

  Πηγές επεξεργασία