Δείτε επίσης: επιείκεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιείκεια < ἐπιεικής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιείκεια

  1. το να είναι κάτι σύμφωνο με τη λογική
  2. ήπια και ανεκτική αντιμετώπιση, επιείκεια
  3. η καλοσύνη, η αγαθότητα

<<ποιεῖ δὲ τὴν ἀπορίαν ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστιν, οὐ τὸ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ' ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου>>.Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1138b 11-13