Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπαναλίσκω < ἐπί + ἀναλίσκω

ἐπαναλίσκω

  • καὶ τὸ ἐπιτριηράρχημα ἀπέδωκεν τῷ Ἁγνίᾳ τοῦ χρόνου οὗ ἐπανήλωσεν ὑπὲρ αὐτῶν : και απέδωσε στον Αγνία το ποσό που του όφειλε από τα έξοδα της τριηραρχίας αναλογικά για το χρόνο που ανάλωσε παραπάνω (από την κανονική θητεία του) (Δημοσθ. Πολυκλ. 42)