Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξάλλως (ελληνιστική κοινή) < ἔξαλλ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐξάλλως

  Πηγές επεξεργασία