ἐξάλλως
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐξάλλως (ελληνιστική κοινή) < ἔξαλλ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
ἐξάλλως
- (ελληνιστική κοινή) περίεργα, ιδιότυπα, ιδιαίτερα
- και στην καθαρεύουσα ἐξάλλως: έξαλλα
Πηγές επεξεργασία
- ἔξαλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.