Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐντεροχάδες < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐντεροχάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (ιατρική, ανατομία) αιμορροΐδες
    ※  14ος αιώνας - Ιατροσόφια, Ιωάννη Σταφιδά, συγγραφέα ή απλώς αντιγραφέα τους, Περὶ ἐσωχάδων, @georgakas.lit.auth.gr
    ὁρκίζω σε εἰς τὸ ὠμοφόριον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἵνα ψύξῃς ἐσωχάδαις, ἐξωχάδαις αἱματώδεις καὶ ἐντεροχάδας καὶ τὸ ῥοχίν. Ἐγὼ εὔχομαι καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ὑγείαν παρέχει.
    Émile Legrand (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 2, Maisonneuve et Cie, Παρίσι 1881, σ. ix-xxiv.
     συνώνυμα: ζοχάδες

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία