Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐνικῶμεν
  • α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική ενεργητικού παρατατικού του ρήματος νικάω και σε συνηρημένο τύπο νικῶ
→ δείτε τη λέξη  νικάω