Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐλέησον

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐλεῶ
→ δείτε τη λέξη  ἐλεῶ