Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκχρηματίζομαι < ἐκ και χρηματίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ἐκχρηματίζομαι

  • βγάζω χρήματα από κάποιον, κάτι