Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμφίτριτος < ἀμφί + τρίτος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμφίτριτος αρσενικό