Ἀβαρνιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈβαρνιάς θηλυκό
- (χερσόνησος) άλλη μορφή του Ἀβαρνίς
- ※ Ένθεν ες Ελλήσποντον υπηώους φέρεν ούρος, ακραής Ζέφυρος, στεινής απάτερθεν Αβύδου, Ιδην, Δαρδανίην, Πιτύην τ' επί δέξι' έχοντας, ού καί Αβαρνιάδος Περκώτης τ' εύσταχυν αίαν, αργυρέαις Αίσηπος επικλύζει προχοήσιν. (Ορφέως Αργοναυτικά, 650 (στην έκδοση 1885, στίχος 487)
Πηγές
επεξεργασία- Ἀβαρνιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.