ἄντζαλα μάντζαλα σάντζαλα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ἄντζαλα μάντζαλα σάντζαλα
- άλλη μορφή του ἄντζαλα μάνταλα σάνταλα, πράγματα ασήμαντα ή ανύπαρκτα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- άταλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].