τζάντζαλα μάντζαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τζάντζαλα μάντζαλα → δείτε τις λέξεις τζάντζαλο και μάντζαλο στον πληθυντικό, Δείτε το μεσαιωνικό ἄντζαλα μάνταλα σάνταλα
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
τζάντζαλα μάντζαλα ουδέτερο
- μικροπράγματα άχρηστα
- ↪ Ήρθε για να τη φιλοξενήσουμε δυο μέρες και κουβάλησε τζάντζαλα μάντζαλα στη βαλίτσα της για ένα μήνα.