Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζάτζαλα μάτζαλα < τάντζαλα μάντζαλα με απερρίνωση [ndz] > [dz]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡za.d͡za.la ˈma.d͡za.la/

  Έκφραση επεξεργασία

τζάτζαλα μάτζαλα